ὑγροί

ὑγροί
ὑγρός
wet
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… …   Dictionary of Greek

  • ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • ιστολογία — Κλάδος της ανατομικής που ασχολείται με τη μελέτη των ιστών (επιθηλιακός, νευρικός, μυϊκός, συνδετικός και υγροί ιστοί αίμα και λέμφος). Πρακτικά η ι. επεκτείνει την έρευνά της έως τα κύτταρα, αλλά το κεφάλαιο της κυτταρολογίας, λόγω της συνεχούς …   Dictionary of Greek

  • μεσομορφισμός — ο φυσ. χημ. κατάσταση τής ύλης που χαρακτηρίζεται από συμμετρία ενδιάμεση εκείνης τής στερεάς κρυσταλλικής και τής υγράς ή τής άμορφης κατάστασης και παρατηρείται κυρίως σε ορισμένες οργανικές ενώσεις αποτελούμενες από επιμήκη μόρια, γνωστά και… …   Dictionary of Greek

  • ορθοβουλία — η (Α ὀρθοθουλία) [ορθόβουλος] ορθή βουλή, ορθή σκέψη («ὑγροὶ ὀφθαλμοὶ ὀρθοβουλίαν τοῡ άνδρὸς κατηγοροῡσι», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • σφάγνο — Το μοναδικό γένος της οικογένειας των Σφαγνιδών (βρυόφυτα), του οποίου πολυάριθμα είδη και περί τις 500 ποικιλίες φυτρώνουν συνήθως εκεί όπου επικρατούν συνθήκες κορεσμού του ατμοσφαιρικού αέρα με υγρασία (υγροί τόποι, νερά, που λιμνάζουν, εδάφη… …   Dictionary of Greek

  • υπερφλοισμοί — Α (κατά τον Ησύχ.) (ως ερμ. τού τ. διαφλύξιες) «ὑγροί». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φλοισμός < θ. φλοιδ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τής ΙΕ ρίζας *bhl ei d (παρεκτεταμένη μορφή τής αρχικής ρίζας *bhl ei «φουσκώνω, ξεχειλίζω, γεμίζω», πρβλ. φλοιδ ῶ, ἀ… …   Dictionary of Greek

  • υποτρίζω — ὑποτρίζω ΝΜΑ [τρίζω] νεοελλ. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποτρίζοντες (ενν. ρόγχοι) ιατρ. ακροαστικά ευρήματα, υγροί ρόγχοι που γίνονται αντιληπτοί κατά την ακρόαση τού θώρακα σε διάφορες παθήσεις τού αναπνευστικού συστήματος τόσο κατά την εισπνοή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”